- μιξεριφαρνογενής
- μιξ-ερῐφαρνογενής, ές,A of kid and lamb mixed together,
χορδά Philox.2.34
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορδά Philox.2.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιξεριφαρνογενής — μιξεριφαρνογενής, ές (Α) αυτός που προήλθε από μίξη εντέρων κατσικιού και αρνιού («μιξεριφαρνογενής χορδά», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγννμι */μείγνυμι + ἔριφος «κατσίκι» + ἀρήν, ἀρνός «αρνί» + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
μιξεριφαρνογενής — of kid and lamb mixed together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek